- μαγιασίλι
- το1. έκζεμα2. δερματική νόσος τών ζώων, ιδίως τών ίππων, η μάλκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mayasil «αιμορροΐδες»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγιασίλι — το ιού (λ. τουρκ.), έκζεμα, σκάσιμο του δέρματος στα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)